- αντισυλληπτικός
- -ή, -ό1. αυτός που αποτρέπει τη σύλληψη.2. το ουδ. ως ουσ., αντισυλληπτικό φάρμακο (ή συσκευή) που εμποδίζει τη σύλληψη στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.